χρήση

χρήση
[-ις (-εως)] η
1) использование, пользование, употребление; применение;

κάμνω ( — или ποιούμαι) χρήση — употреблять, использовать;

βάζω (μπαίνω) σε χρήση — пускать (входить) в обиход;

είναι εν χρήσει ( — быть) в употреблении;

δεν είναι εν χρήσει — быть неупотребительным;

ύ εν χρήσει — или καθημερινής χρήσης — обычный, обиходный;

τό δικαίωμα χρήσεως юр. — право пользования;

χώροι κοινής χρήσεως — места общего пользования;

γιά εξωτερική χρήση — для наружного употребления;

στην προσωπική χρήση — в личном поль.°овании;

2) употребительность;
3) фин. бюджетный год;

§ χάρτης χρήσεως — туалетная бумага


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χρήση" в других словарях:

  • χρήση — η 1. μεταχείριση, χρησιμοποίηση: Το βιβλίο αυτό είναι για χρήση των μαθητών του Γυμνασίου. 2. το σύνολο των οικονομικών δικαιωμάτων ενός έτους και ειδικότερα η ετήσια διάρκεια της εφαρμογής του προϋπολογισμού του κράτους: Αυτό ανήκε στη χρήση του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρήση — η / χρῆσις, ήσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος Α χρησιμοποίηση, μεταχείριση νεοελλ. φρ. «οικονομική χρήση» έννοια συναφής με εκείνην τού οικονομικού έτους, αλλά διευρυμένη, ώστε να περιλαμβάνει τον επί πλέον απαιτούμενο χρόνο για την είσπραξη τών… …   Dictionary of Greek

  • χρήσῃ — χράω 2 proclaim aor subj mid 2nd sg χράω 2 proclaim aor subj act 3rd sg χράω 2 proclaim fut ind mid 2nd sg χρή̱σηι , χρῆσις employment fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρήσηι — χρήσῃ , χράω 2 proclaim aor subj mid 2nd sg χρήσῃ , χράω 2 proclaim aor subj act 3rd sg χρήσῃ , χράω 2 proclaim fut ind mid 2nd sg χρή̱σηι , χρῆσις employment fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»